Κατερίνα Γκαράνη
Όλα ασπρόμαυρα και πάλι,  μόνο που σιώπησε η χώρα πολύ πριν της κόψουμε εμείς την γλώσσα.
Την είχαμε από χρόνια ισοπεδώσει κι έτσι δεν υπάρχει σπίτι με αυλή να κλειστούμε στα όρια της και να λέμε το σεργιάνι μας το κάναμε στον κόσμο κι ας ήταν δυο μέτρα γης.
Δεν υπάρχει καφενές να μαζεύει αυτούς που μένουν, τον δώσαμε αντιπαροχή με αντάλλαγμα μία πολυθρόνα από φορμάικα και έναν φτηνιάρικο πολυέλαιο να κρέμεται πάνω από τα σκυμμένα μας κεφάλια. Δεν θα αντέξουμε στο ασπρόμαυρο γιατί ξεβάψαμε από μοναχοί μας. Ξεριζώσαμε τα γεράνια μας που από κάτω κρύβαμε το κλειδί. Ξεράναμε τις γαριφαλιές που από προγιαγιά σε γιαγιά και από γιαγιά σε μάνα σου παραδιδόταν προς φύλαξη. Ξέρεις τι αγωνία είναι να φυλάξεις ένα κλαράκι; Σαν όλη η ελπίδα της συνέχειας να ήταν σε αυτή μόνο την ρίζα. Ξεράναμε τους ήχους της πατρίδας με τόση βία που ξεριζώσαμε από μέσα μας και τον ήχο του καημού. Δεν ξέρουμε πια ούτε πώς να κλάψουμε. Και ο θρήνος μας είναι τόσο παράφωνος που δεν τον αντέχει ούτε το μέσα μας.

Βιαστήκαμε να μπούμε στο τρένο της ξενόφερτης ανάπτυξης και στον πανικό μη και δεν γίνουμε κομμάτι αυτού του νέου που σου φορτωνόταν γλυκά με το ζόρι δεν κρατήσαμε τίποτε να μας δένει με την κλωστή που ένωνε με την μήτρα της ίδιας μας της γης. Αφαλοκόπηκες από μονάχος σου και νόμιζες ότι επειδή μπορείς να πιάσεις το κουτάλι να φας δεν θα πνιγείς κιόλας και τώρα ποια μάνα θα σε χτυπήσει στην πλάτη να φτύσεις αυτό που σε πνίγει; Ξεβρακωθήκαμε άπαντες και δεν είναι η κρίση που φταίει. Πέρασε τούτος ο τόπος τέτοια αδιέξοδα που δεν μπορούμε οι ζώντες ούτε να τα φανταστούμε. Πέρασε όμως ανεπιστρεπτί και το να είσαι όμοιας κατάστασης με τον γείτονά σου. Δεν θέλουμε να μοιραστούμε το κρεμμύδι προτιμούμε να βλέπουμε συσσίτια ντροπής να γίνονται θέαμα μεσημεριανών εκπομπών ανάμεσα σε παρουσίαση δαντελωτών βρακιών και συμβουλών για τέλειο μαύρισμα στην περιοχή του μπικίνι. Κι αν το δεις και με λίγο χιούμορ δεν έχει μείνει αλώβητο ξεφτίλας ούτε ένα ξερονήσι να μας εκτοπίσουν.

Αλλάξαμε το κοστούμι μας γιατί μας στένευε. Όταν μας πήρε τα μέτρα τούτη η γη για να μας βγάλει στον κόσμο είχαμε μεγάλη περηφάνια και ελάχιστη έπαρση. Αλλά δεν μας έκανε το τομάρι μας. Το βγάλαμε από πάνω μας και το βάλαμε στα άχρηστα υλικά της κατεδάφισης της γειτονιάς μας. Ανάμεσα στις χρωματιστές γλάστρες της μάνας, στα ροζ χαρτάκια των τσιγάρων του πατέρα, στα ασβεστωμένα τσιμέντα της γειτόνισσας, στις φθαρμένες τράπουλες του καφενείου, στους δίσκους με την φωνή του Στέλιου, στην φανέλα της τοπικής ομάδας, στην φωνή της καρδερίνας που φώλιαζε στην λεμονιά, στην μυρωδιά από το αγιόκλημα, στον ουρανό που δεν τον στένευαν τα κεραμίδια, στον χασάπικο χορό των φαντάρων, στο φαφούτικο χαμόγελο του πρώτου έρωτα, στα μετρημένα αστέρια του Λουντέμη, στο μοιρολόι του Χαλκιά. 
Τελειώσαμε την πατρίδα από μόνοι μας γιατί φοβηθήκαμε το αυθεντικό ασπρόμαυρο. Μαγευτήκαμε από τα χρώματα και τώρα μέσα σε αυτό το έγχρωμο ασπρόμαυρο δεν ξέρουμε καν πώς να βάψουμε έναν τενεκέ, πώς να φυτέψουμε έναν βασιλικό, πώς να πιάσουμε τον ήχο του διπλανού μας για να φτιάξουμε τραγούδι.
Κατερίνα Γκαράνη
Όσα χάσαμε είναι φυλαγμένα σε ένα μεγάλο μπαούλο κάτω από το ξύλινο πάτωμα της πατρίδας.
Μέσα στην υγρασία, τη μούχλα και κάτω από τα ποδοβολητά των καταπατητών. Είναι μέσα σε εφημερίδες τυλιγμένα και λαδωμένα σαν όπλα που περιμένουν τα ανάλογα χέρια να κρατηθούν.
Είναι μέσα στην πρώτη μας νεανική νίκη και σε μια κανάτα της κυράς που μας έβαζε να πιούμε τον καθάριο ουρανό όταν διψούσαμε από τις πορείες για τις κορυφές που θέλαμε να κατακτήσουμε.
Τακτοποιημένα με σειρά όσα χάσαμε και ακουμπισμένα ελαφριά πάνω στο πανί που είναι κεντημένο από χέρι ιερό ο όρκος ότι δεν θα αλλάξουμε ακόμα κι αν αλλάξει χέρια τούτη η γη. Γραμμένα σε ένα τετραδιάκι με φθαρμένο εξώφυλλο οι ερωτήσεις που σαν παιδιά κάναμε όταν ζοριζόταν η επιβίωση μας από το αδίστακτο δίκαιο. "Γιατί;" Και η απάντηση στην επόμενη γραμμή: "Για αυτή την χούφτα χώμα. Για ένα λουλούδι που επιμένει να ζει εδώ και όχι δίπλα. Για σένα, για μένα, για αυτούς".
Όλα σε ένα μπαούλο φυλαγμένα και θαμμένα σαν τους τάφους που κάναμε στα παιχνίδια μας όταν έπρεπε να τα αποχωριστούμε και ξέραμε ότι σε άλλα χέρια δεν θα αντέχαμε να βρεθούν. Σε μπουκάλια με ξεκολλημένες ετικέτες φυλαγμένα τα δάκρυά μας από τις ήττες μας και από τις χαρές μας. Τρεις κασέτες με τα τραγούδια που μιλούσαν όταν η σιωπή ήταν μεγαλύτερη από το σκοτάδι και μία ρίζα ελάτου που αρνήθηκε να γίνει δέντρο σε ξεπουλημένη γη. Στο πακέτο από τα τσιγάρα του πατέρα η αίσθηση της ζεστής παλάμης που σου έσφιγγε τον ώμο όταν κατέβαζες το κεφάλι και σε ένα βάζο η σφιγμένη πλάτη της μάνας όταν έβαζε την ζάχαρη περίσσια μετρώντας στον κάθε κόκκο και μία πίκρα που δεν δήλωσε ποτέ. Σε φυλαχτό ραμμένα μάτια δακρυσμένα όταν το «εις το επανιδείν» δεν ξεστομίστηκε αλλά το άκουσαν μέχρι και τα αστέρια.
Χάσαμε, μα στο μπαούλο, που είναι από ξύλα νοτισμένο από χιλιάδες σταγόνες δουλεμένου ιδρώτα και τα καρφιά του φτιαγμένα από το ίδιο υλικό που ξύνει αυτές τις μέρες την ψυχή μας, είναι όλα ασφαλή. Όσα κυβικά μπετόν να ρίξουν οι επιφανειούχοι, όσους τόνους λάσπης και να στρώσουν πάνω του οι εισβολείς, αυτό το ένα τετραγωνικό που πιάνει η ηθική μας έχει τις διαστάσεις του σύμπαντος. Αυτός ο τάφος, που με τα χέρια μας ανοίξαμε για να μείνουν αθάνατα αυτά που ξεχώρισε η καρδιά μας, που δεν χώρεσαν ποτέ σε μια φωτογραφία να τα κουβαλάμε, που ανασαίνουν με την ίδια ορμή ακόμα και σε μπαούλο κλεισμένα, είναι η απόδειξη ότι σε αυτόν τον πόλεμο χάσαμε χωρίς να χάσουμε τίποτε.
Κατερίνα Γκαράνη
Ζούμε το χειρότερο, αυτό μην το ξεχνάς. Κάθε μέρα που περνά γινόμαστε μάρτυρες αφόρητης κατάθλιψης, κάθε μέρα αποχαιρετάμε κι έναν Έλληνα που δεν αντέχει να ζήσει το παρακάτω, κάθε λεπτό αγωνιούμε για τους οικείους μας αν θα είναι υγιείς, κάθε στιγμή παρακολουθούμε τις ειδήσεις σαν να διαβάζουμε μια λίστα που θα έχει το δικό μας όνομα ως μελλοντικού καταδικασμένου, κάθε μέρα ζούμε το αφόρητο. Όλα μας φαίνονται ένας ανήφορος που δεν σταματά πουθενά. Κι όμως, επιβιώνουμε μέσα σε αυτό που μέχρι πριν δύο χρόνια το απευχόμασταν. Ο καθένας από μονάχος του βλέπει τον τοίχο να ορθώνεται μπροστά του και είναι εκατομμύρια οι στιγμές που δεν έχεις τα κουράγια πλέον να σκαρφαλώσεις ούτε ένα χιλιοστό πάνω από το έδαφος. Είναι στιγμές που θέλεις το έδαφος να καταρρεύσει , να τελειώνει αυτή η ιστορία, αυτός ο εφιάλτης που σε έβαλαν να διανύσεις.

Σε γεμίζουν με ελπίδες όντα που διαχειρίζονται την ζωή σου αλλά και τον δρόμο που θα πάρει ο εφιάλτης σου και είναι τόσο μεγάλη η καταπόνησή σου που θέλεις να πιστέψεις ότι κάποιος από αυτούς θα σε βγάλει από το τέλμα. Είναι φυσικό να θέλεις να πιστέψεις κάπου γιατί το ξέρουμε όλοι μας πια ότι οι ανθρώπινες αντοχές είναι τεράστιες και εσύ δεν θέλεις να δεις που φθάνουν οι δικές σου. Δεν θέλεις να δεις τι μπορεί να αντέξουν ακόμα τα μάτια σου και η καρδιά σου. Ζήσε λοιπόν και την διορισμένη ελπίδα. Είναι και αυτό κομμάτι του παζλ. Είναι και αυτό ένα μέρος του σήριαλ που πρέπει να δούμε, θέλουμε δεν θέλουμε. Αλλά να μην ξεχνάς ότι ζεις το χειρότερο. Και το ζεις μόνο εσύ και κανένας σωτήρας σου. Κάθε μέρα που ξυπνάς να γνωρίζεις ότι ο ανήφορος είναι δικός σου και μόνο δικός σου. Η πολιτική ποτέ δεν είχε ανήφορο. Μόνο ευθείες και όταν ξεπηδούσε κάποια λακκούβα αμέσως έφτιαχνε παράδρομους για να συνεχίσει την πορεία της. Έτσι κάνει και τώρα που εσύ είσαι η λακκούβα της. Δεν θα σκοντάψει πάνω σου, θα σε προσπεράσει αδιαφορώντας αν εσύ έζησες το χειρότερο.

Αύριο λοιπόν, που θα ξυπνήσεις και πάλι μέσα στο χειρότερο να μην ξεχάσεις αυτά που έζησες μέχρι σήμερα. Να μην ξεχάσεις τους Έλληνες που δεν άντεξαν να δουν το παρακάτω, τους μελλοθάνατους που τους κόβουν μέρες από τις ήδη κομμένες μέρες τους, τους ασθενείς που μετράνε τα φάρμακα αγωνιώντας τι θα γίνει όταν τελειώσει και αυτή η καρτέλα, τα παιδιά που τα συμβουλεύουμε να μην κάνουν μεγάλα όνειρα γιατί εμείς σταθήκαμε πολύ μικροί για τα δικά μας, να μην ξεχάσεις τον εαυτό σου όταν γονάτισες από απελπισία, να μην ξεχάσεις τα ουρλιαχτά απόγνωσης συμπατριωτών σου, να μην ξεχάσεις ότι η εκ γενετής περηφάνια σου έγινε με μιας προσβολή, να μην ξεχάσεις ότι έζησες το αδιανόητο. Να μην ξεχάσεις ότι επέζησες μέσα σε ένα βομβαρδισμένο τοπίο χωρίς όπλα, χωρίς συμμάχους, χωρίς υποστήριξη. Να μην ξεχάσεις ότι σε ξέχασαν όλοι. Και στο χειρότερο που θα ζήσεις το νου σου μη και ξεχάσεις  ότι είσαι Έλληνας.